ποροσκοπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποροσκοπία οι ποροσκοπίες
      γενική της ποροσκοπίας των ποροσκοπιών
    αιτιατική την ποροσκοπία τις ποροσκοπίες
     κλητική ποροσκοπία ποροσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποροσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική poroscopy < αρχαία ελληνική πόρος + σκοπέω· μορφολογικά αναλύεται πόρ(ος) + -ο- + -σκοπία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποροσκοπία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]