πορτοκαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορτοκαλίζω < πορτοκαλί + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πορτοκαλίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]