πορτοκαλεών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πορτοκαλεών | οἱ | πορτοκαλεῶνες | ||||
γενική | τοῦ | πορτοκαλεῶνος | τῶν | πορτοκαλεώνων | ||||
δοτική | τῷ | πορτοκαλεῶνι | τοῖς | πορτοκαλεῶσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | πορτοκαλεῶνα | τοὺς | πορτοκαλεῶνας | ||||
κλητική ὦ! | πορτοκαλεών | πορτοκαλεῶνες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πορτοκαλεών, -ῶνος αρσενικό
- (καθαρεύουσα) ο πορτοκαλεώνας
- άλλη γραφή: πορτοκαλλεών
Πηγές
[επεξεργασία]- πορτοκαλλεών - σελ. 832, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- πορτοκαλεών - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .