Μετάβαση στο περιεχόμενο

πορτοκαλιά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορτοκαλιά οι πορτοκαλιές
      γενική της πορτοκαλιάς των πορτοκαλιών
    αιτιατική την πορτοκαλιά τις πορτοκαλιές
     κλητική πορτοκαλιά πορτοκαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πορτοκαλιά < πορτοκάλ(ι) + -ιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /poɾ.to.kaˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πορτοκαλιά
τονικό παρώνυμο: πορτοκάλια
Άνθη και καρποί πορτοκαλιάς.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πορτοκαλιά θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πορτοκαλιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πορτοκαλής
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πορτοκαλής