πορτοκαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πορτοκαλιά | οι | πορτοκαλιές |
γενική | της | πορτοκαλιάς | των | πορτοκαλιών |
αιτιατική | την | πορτοκαλιά | τις | πορτοκαλιές |
κλητική | πορτοκαλιά | πορτοκαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πορτοκαλιά < πορτοκάλ(ι) + -ιά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /poɾ.to.kaˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορ‐το‐κα‐λιά
- τονικό παρώνυμο: πορτοκάλια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πορτοκαλιά θηλυκό
- (δέντρο) (είδος Citrus sinensis) δέντρο εσπεριδοειδές αειθαλές του γένους που παράγει πορτοκάλια
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια : για να αμφισβητηθεί η μοναδικότητα ή η αποκλειστικότητα κάποιου προσώπου ή κάποιας κατάστασης
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πορτοκάλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πορτοκαλιά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πορτοκαλιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πορτοκαλής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πορτοκαλής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)