πορτουλάκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πορτουλάκα | οι | πορτουλάκες |
γενική | της | πορτουλάκας | — | |
αιτιατική | την | πορτουλάκα | τις | πορτουλάκες |
κλητική | πορτουλάκα | πορτουλάκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πορτουλάκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πορτουλάκα θηλυκό
- (βοτανική, λουλούδι) το φυτό (και το άνθος του) του είδους Portulaca grandiflora, του γένους Portulaca (Πορτουλάκη)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Portulaca grandiflora στην αγγλική Βικιπαίδεια
- επίσης, στην ίδια οικογένεια: Πορτουλακοειδή (Portulacaceae) και η βρώσιμη γλιστρίδα (Portulaca oleracea)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)