πορφύρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορφύρω και φορφύρω με αναδιπλασιασμό του φύρω)

Ρήμα[επεξεργασία]

πορφύρω

  1. μελανιάζω, σκοτεινιάζω
  2. αναστατώνομαι, ανησυχώ, ειδικά για τη θάλασσα
  3. καρδιοχτυπώ, έχω παλμούς (στην καρδιά)
  4. (μεταγενέστερη έννοια) παίρνω το πορφυρό χρώμα, κοκκινίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]