ποσάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποσάρω < γαλλική pocher

Ρήμα[επεξεργασία]

ποσάρω

  1. μαγειρεύω μέσα σε υγρό (άλλο από λάδι) σε χαμηλή φωτιά ώστε να σιγοβράζει
    ποσάρουμε το ψάρι σε λευκό κρασί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]