ποσάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ποσάρω
- μαγειρεύω μέσα σε υγρό (άλλο από λάδι) σε χαμηλή φωτιά ώστε να σιγοβράζει
- ποσάρουμε το ψάρι σε λευκό κρασί