ποσοστιαίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποσοστιαίως < ποσοστιαίος + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ποσοστιαίως

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]