ποσοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποσοτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ποσοτικός, -ή, -ό
- που αφορά ή παραπέμπει σε ποσότητες ή ποσά
ποσοτικός, -ή, -ό