ποστάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποστάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική post + κατάληξη -άρω

Ρήμα[επεξεργασία]

ποστάρω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]