ποστέλνικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποστέλνικος οι ποστέλνικοι
      γενική του ποστέλνικου των ποστέλνικων
    αιτιατική τον ποστέλνικο τους ποστέλνικους
     κλητική ποστέλνικε ποστέλνικοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποστέλνικος < μεσαιωνική ελληνική ποστέλνικος < ρουμανική postelnic < σλαβικής προέλευσης posteĭnicŭ[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /poˈstel.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐στέλ‐νι‐κος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποστέλνικος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποστέλνικος < ρουμανική postelnic < σλαβικής προέλευσης posteĭnicŭ[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποστέλνικος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

Πηγές[επεξεργασία]