ποσόστωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποσόστωση οι ποσοστώσεις
      γενική της ποσόστωσης* των ποσοστώσεων
    αιτιατική την ποσόστωση τις ποσοστώσεις
     κλητική ποσόστωση ποσοστώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ποσοστώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποσόστωση < ποσοστό + -ωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποσόστωση θηλυκό

  1. η κατανομή/ο επιμερισμός ενός συνόλου σε ποσοστά
  2. η τιμή κάποιου από αυτά
  3. (οικονομία) η περιοριστική επιβολή ποσοστών σε κάποιες ενέργειες ή δράσεις (εισαγωγές, εξαγωγές, παραγωγή κ.λπ.)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]