Μετάβαση στο περιεχόμενο

ποτήριον

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποτήριον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποτήριον. Συγκρίνετε με το ποτήρι.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /poˈti.ɾi.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐τή‐ρι‐ον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποτήριον ουδέτερο (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ποτήριον)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ποτήριον τὰ ποτήρι
      γενική τοῦ ποτηρίου τῶν ποτηρίων
      δοτική τῷ ποτηρί τοῖς ποτηρίοις
    αιτιατική τὸ ποτήριον τὰ ποτήρι
     κλητική ! ποτήριον ποτήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποτηρίω
γεν-δοτ τοῖν  ποτηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποτήριον , ήδη τον 7ο αιώνα στη Σαπφώ, ποτήρ + υποκοριστικό επίθημα -ιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ποτήριν νέα ελληνικά: ποτήρι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποτήριον, -ου ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πίνω