ποτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποτής αἱ ποτῆτες
      γενική τῆς ποτῆτος τῶν ποτήτων
      δοτική τῇ ποτῆτ ταῖς ποτῆσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ποτῆτ τὰς ποτῆτᾰς
     κλητική ! ποτής ποτῆτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποτῆτε
γεν-δοτ τοῖν  ποτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποτής < πότ(ος) + -ής < πίνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποτής, -ῆτος θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]