ποτίστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποτίστρα < ελληνιστική κοινή ποτίστρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποτίστρα θηλυκό
- ειδική κατασκευή, εγκατάσταση ή μέρος όπου ποτίζονται (πίνουν νερό) τα ζώα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ποτίζω