ποτηριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ποτήρια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποτηριά οι ποτηριές
      γενική της ποτηριάς των ποτηριών
    αιτιατική την ποτηριά τις ποτηριές
     κλητική ποτηριά ποτηριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποτηριά < ποτήρ(ι) + -ιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποτηριά θηλυκό

  1. ποσότητα από υγρό που μπορεί να χωρέσει σε ένα ποτήρι
  2. χτύπημα με χρήση ποτηριού ως όπλο (στο κεφάλι, κατά κανόνα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]