ποτιστεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ποτιστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ποτίζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποτίζομαι
- θα ποτιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποτίζομαι