ποτιστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.ti.stiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐τι‐στι‐κή
- ομόηχο: ποτιστικοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ποτιστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ποτιστικός