ποτιστική βροχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποτιστική βροχή < → δείτε τις λέξεις ποτιστικός και βροχή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποτιστική βροχή θηλυκό
- (μετεωρολογία, γεωπονία, προφορικό) σιγανή βροχή μακράς διάρκειας που ποτίζει το έδαφος σε βάθος [1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποτιστική βροχή
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «ποτιστικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)