ποτιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποτιστικός η ποτιστική το ποτιστικό
      γενική του ποτιστικού της ποτιστικής του ποτιστικού
    αιτιατική τον ποτιστικό την ποτιστική το ποτιστικό
     κλητική ποτιστικέ ποτιστική ποτιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποτιστικοί οι ποτιστικές τα ποτιστικά
      γενική των ποτιστικών των ποτιστικών των ποτιστικών
    αιτιατική τους ποτιστικούς τις ποτιστικές τα ποτιστικά
     κλητική ποτιστικοί ποτιστικές ποτιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποτιστικός < ποτίζω, ποτισ- + -τικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.ti.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐τι‐στι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

ποτιστικός, -ή, -ό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ποτίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]