ποτόκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποτόκι τα ποτόκια
      γενική
    αιτιατική το ποτόκι τα ποτόκια
     κλητική ποτόκι ποτόκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποτόκι < σλαβικής προέλευσης potok (ρέμα, ρυάκι) < πρωτοσλαβική *potokъ < *po- +‎ *tokъ (ρέμα, ρυάκι) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποτόκι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) (ιδιωματικό) ρέμα, ρυάκι
  2. (παρωχημένο) (ιδιωματικό) λάκκος σε ελαιοτριβείο (που συνηθως μαζεύεται το λάδι μετά από την έκθλιψη των ελιών)
    Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η σταχομαζώχτρα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]