πουκάμισο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πουκάμισο < μεσαιωνική ελληνική πουκάμισον < υποκάμισον < ὑπό + *καμίσα / καμίσιον < μεσαιωνική λατινική camisia < γαλατική camisia < πρωτογερμανική *hamiþiją (ρούχο, πουκάμισο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱam- (κάλυμμα, ρούχο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pu.ˈka.mi.sɔ/
- συλλαβισμός : που‐κά‐μι‐σο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πουκάμισο ουδέτερο
- (ενδυμασία) ρούχο που φοριέται στο πάνω μέρος του σώματος και κουμπώνει από πάνω ως κάτω στο μπροστινό μέρος
- λινό / μάλλινο / μαύρο / ριγέ / κοντομάνικο πουκάμισο
- για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη (Σεφέρης, Ελένη)
- (συνεκδοχικά) το στεγνό δέρμα του φιδιού
- το καλοκαίρι στο αμπέλι βρίσκαμε φιδίσια πουκάμισα, ξεραμένα πια από τον ήλιο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αλλάζω τους άνδρες / τις γυναίκες σαν (τα) πουκάμισα: έχω πολλούς ερωτικούς συντρόφους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουκάμισο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλατικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)