πουκάμισον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πουκάμισον | τὰ | πουκάμισᾰ |
γενική | τοῦ | πουκαμίσου | τῶν | πουκαμίσων |
δοτική | τῷ | πουκαμίσῳ | τοῖς | πουκαμίσοις |
αιτιατική | τὸ | πουκάμισον | τὰ | πουκάμισᾰ |
κλητική ὦ! | πουκάμισον | πουκάμισᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πουκαμίσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πουκαμίσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πουκάμισον
- → δείτε τη λέξη ὑποκάμισον
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)