πουκαμισάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πουκαμισάς < πουκάμισ(ο) + -άς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pu.ka.miˈsas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐κα‐μι‐σάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πουκαμισάς αρσενικό (θηλυκό πουκαμισού) (επάγγελμα)
- αυτός που ειδικεύεται στην δημιουργία πουκάμισων
- ο πωλητής και ο έμπορας πουκάμισων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πουκάμισο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουκαμισάς
|