πουλάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πουλάδα | οι | πουλάδες |
γενική | της | πουλάδας | των | πουλάδων |
αιτιατική | την | πουλάδα | τις | πουλάδες |
κλητική | πουλάδα | πουλάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πουλάδα θηλυκό
- (πτηνό, λαϊκότροπο) κότα νεαρής ηλικίας, θηλυκό κοτόπουλο
- (στρατιωτικός όρος) ειδικό σήμα που φορούν οι ιπτάμενοι και οι αλεξιπτωτιστές
- (στρατιωτική αργκό) στρατιωτικό καψόνι με το στρώμα κάποιου στρατιώτη
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη πουλί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άδα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτική αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)