πουλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πουλώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πουλῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πωλῶ με [o] > [u][1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pel-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /puˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐λώ
Ρήμα[επεξεργασία]
πουλώ
- λιγότερο συνηθισμένη μορφή του πουλάω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ πουλώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)