πουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πουργός οι πουργοί
      γενική του πουργού των πουργών
    αιτιατική τον πουργό τους πουργούς
     κλητική πουργέ πουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πουργός < υπό + έργον (όπως και ο υπουργός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πουργός αρσενικό

  • (παρωχημένο) βοηθός του χτίστη, πηλοφόρος που κουβαλάει τη λάσπη ή πέτρες
    ※  Ο πουργός πρέπει να ξέρει να περετά τομ μάστορη. Να τοιμάζει λάσπη -πόσην άμμον και πόσον ασβέστη θ' ανεκατώνει, νά 'ν' απόκοντα στόμ μάστορη, να ξέρει ποιά πέτρα του χρειάζεται κάθε φορά. Κοντολοής, ο πουργός είναι το δεξίχ χέριν του (Αλέξης Πουλιανός, Λαογραφικά Ικαρίας Της Στεριάς Και Της Θάλασσας, Εταιρεία Λαογραφικών Και Ιστορικών Μελετών Ικαρίας, 1976, σελ. 220)
    ※  Τό 'πουργεύω (ύπουρ- γεύω) από τό 'πουργός < υπουργός (ύπό+έργον), μέ τή σημασία τοϋ «εργάζομαι ως πουργός», δηλαι \ βοηθός χτίστη, πηλοφόρος, λεξικογραφείται στο Δημητράκο. (Νέα Εστία, τευχ. 1736-1738, σελ. 135, 2001)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]