πουρναρόψαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πουρναρόψαρο < πουρνάρ(ι) + -ό- + -ψαρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πουρναρόψαρο ουδέτερο
- ευφημισμός για το αγριογούρουνο (που ζει ανάμεσα στα πουρνάρια), όταν γίνεται αναφορά σε κατανάλωσή του σε καιρό νηστείας
- ※ Χάριν αστειότητος, οι μοναχοί ονομάζουν το αγριογούρουνο «πουρναρόψαρο». – Θα φάμε πουρναρόψαρο απόψε, λένε μεταξύ τους και λύνονται στα γέλια. (Βασίλης Αλεξάκης, μ.Χ., εκδ. Μεταίχμιο, 2021 [1])
- ※ Σε μια πλαγιά του Άθω είχα ανακαλύψει κάποτε μια μικρή φάρμα με αγριογούρουνα. Την έχω φωτογραφίσει κιόλας. «Πουρναρόψαρα» μου τα σύστησε ο μοναχός που με συνόδευε (Στο Κάστρο του Θεού, ΤΑ ΝΕΑ, 12 Απριλίου 2012 [2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουρναρόψαρο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ψαρο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ευφημισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)