πουστοκαλαμαράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πουστοκαλαμαράς αρσενικό
- (χυδαίο) ο Ελλαδίτης, υποτιμητικά από τους Ελληνοκύπριους
- ※ […] ξιμαρισμένος είναι κι ο «πουστοκαλαμαράς», ο οποίος έρχεται στην Κύπρο για να διοριστεί καθηγητής στερώντας μας μια θέση από τον παράδεισο της δημόσιας υπηρεσίας
- Α.Μ., «Μετανάστες και Κύπρος: Μερικέs σκόρπιεs σκέψειs …», περ. Ένωσις 10 (27 Οκτ. 2007), σ. 16· πρόσβαση: 2019-06-28.
- ※ Kid L'Errance d'Arabie said (13 Οκτώβριος, 2016 στις 12:44) 55. Aυτό πάντως, το ότι δηλαδή κατεξοχήν Καλαμαράς είναι ο Αθηναίος κι όχι γενικά ο Ελλαδίτης, δεν ισχύει στην Κύπρο (σήμερα τουλάχιστον). Δεν το έχω ακούσει ποτέ. Ίσως το 1821… […] Για να μην πούμε και το καθιερωμένο υβριστικό «πουστοκαλαμαράς»
- Νίκος Σαραντάκος, σχόλια στο * «Σούρδοι και ακανέδες: νεοελληνικά ακληρήματα (επαυξημένη επανάληψη)]», προσωπικό ιστολόγιο sarantakos.wordpress.com (ανάρτηση αρχικού κειμένου: 13 Οκτ. 2016)· πρόσβαση: 2019-06-28.
- ※ […] ξιμαρισμένος είναι κι ο «πουστοκαλαμαράς», ο οποίος έρχεται στην Κύπρο για να διοριστεί καθηγητής στερώντας μας μια θέση από τον παράδεισο της δημόσιας υπηρεσίας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)