πούζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πούζα < ιταλικά buzzo (κοιλιά) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πούζα θηλυκό

  1. (κυπριακά) η κήλη
  2. (κυπριακά) η κοιλιά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]