πούντιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πούντιασμα τα πουντιάσματα
      γενική του πουντιάσματος των πουντιασμάτων
    αιτιατική το πούντιασμα τα πουντιάσματα
     κλητική πούντιασμα πουντιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πούντιασμα < πουντιάζω + -μα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpun.dʝa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πού‐ντια‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πούντιασμα ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]