πούππα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πούππα < λατινική pupa (αγαλμάτιον)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πούππα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]