πούρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πούρι < μεσαιωνική ελληνική < → λείπει η ετυμολογία
Μόριο[επεξεργασία]
πούρι
- (παρωχημένο) όθεν, λοιπόν
- (παρωχημένο) άραγε
- (παρωχημένο) βεβαίως, πράγματι
- (παρωχημένο) και όμως
- (παρωχημένο) φτάνει να
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πούρι
|