πούρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πουρί

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πούρι < μεσαιωνική ελληνική < λείπει η ετυμολογία

Μόριο[επεξεργασία]

πούρι

  1. (παρωχημένο) όθεν, λοιπόν
  2. (παρωχημένο) άραγε
  3. (παρωχημένο) βεβαίως, πράγματι
  4. (παρωχημένο) και όμως
  5. (παρωχημένο) φτάνει να

Μεταφράσεις[επεξεργασία]