πούρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πουρός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πούρος η πούρα το πούρο
      γενική του πούρου της πούρας του πούρου
    αιτιατική τον πούρο την πούρα το πούρο
     κλητική πούρε πούρα πούρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πούροι οι πούρες τα πούρα
      γενική των πούρων των πούρων των πούρων
    αιτιατική τους πούρους τις πούρες τα πούρα
     κλητική πούροι πούρες πούρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πούρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική puro < λατινική purus (καθαρός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pewH- / *pewh₂- (καθαρίζω, εξαγνίζω)

Επίθετο[επεξεργασία]

πούρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]