πού πας ξυπόλυτος στ' αγκάθια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πού πας ξυπόλυτος στ' αγκάθια < → δείτε τις λέξεις ξυπόλυτος και αγκάθι

Έκφραση[επεξεργασία]

πού πας ξυπόλυτος στ' αγκάθια

  1. για κάποιον που πρόκειται να αντιμετωπίσει δυσκολίες χωρίς να είναι προετοιμασμένος για αυτές

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  1. (χυδαίο) που πας ξεβράκωτος στ' αγγούρια