πού πας ξυπόλυτος στ' αγκάθια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
πού πας ξυπόλυτος στ' αγκάθια
- για κάποιον που πρόκειται να αντιμετωπίσει δυσκολίες χωρίς να είναι προετοιμασμένος για αυτές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (χυδαίο) που πας ξεβράκωτος στ' αγγούρια