πράκτωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πρακτωρ-, πρακτορ- | |||||
ονομαστική | ὁ | πράκτωρ | οἱ | πράκτορες | |
γενική | τοῦ | πράκτορος | τῶν | πρακτόρων | |
δοτική | τῷ | πράκτορῐ | τοῖς | πράκτορσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | πράκτορᾰ | τοὺς | πράκτορᾰς | |
κλητική ὦ! | ...?...ορ | πράκτορες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πράκτορε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πρακτόροιν | |||
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δε γνωρίζουμε πώς θα τονιζόταν η κλητική ενικού. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «-» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πράκτωρ αρσενικό
- ποιητικός τύπος του πρηκτήρ)
- αυτός που πράττει, που εκτελεί κάτι
- εργάτης, εργαζόμενος
- (κατ’ επέκταση) τιμωρός, εκδικητής
- (ελληνιστική σημασία) φοροεισπράκτορας
- που απαιτεί την πληρωμή
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πράκτωρ στο Βικιλεξικό
- Λέξεις πράκτωρ @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «πράκτορας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- πράκτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πράκτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτήτωρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη προσωδία (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτήτωρ' με άγνωστη προσωδία (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τωρ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)