πράκτωρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ονομαστική | πράκτωρ | πράκτορες | |
Γενική | πράκτορος | πρακτόρων | |
Δοτική | πράκτορι | πράκτορσι | |
Αιτιατική | πράκτορα | πράκτορας | |
Κλητική | πρᾶκτορ | πράκτορες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πράκτωρ < πράττω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πράκτωρ αρσενικό
- αυτός που πράττει, που εκτελεί κάτι
- εργάτης, εργαζόμενος
- φοροεισπράκτορας
- που απαιτεί την πληρωμή
- (κατ' επέκταση) τιμωρός, εκδικητής