πράσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πράσσω < πρωτοελληνική *prā́ťťō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pr̥h₂-k-yé-ti < *per(h₂)- (περνώ)[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
πράσσω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ↑ πρᾱ́σσω σελ. 1229 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.