πρέμνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρέμνο τα πρέμνα
      γενική του πρέμνου των πρέμνων
    αιτιατική το πρέμνο τα πρέμνα
     κλητική πρέμνο πρέμνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρέμνο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρέμνον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɾe.mno/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρέμνο ουδέτερο

  1. (βοτανική) αυτό που απομένει στη γη μετά το κόψιμο ενός δέντρου, είτε το τμήμα του κορμού που μένει στο έδαφος είτε, συνήθως, ολόκληρο το υπόλοιπο (μαζί με τις ρίζες)
    κούτσουρο (ιδίως του αμπελιού)
  2. (ταξινομία) γένος φυτών της οικογένειας των Βερβεριδών (Berberis)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]