πρέμνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρέμνο | τα | πρέμνα |
γενική | του | πρέμνου | των | πρέμνων |
αιτιατική | το | πρέμνο | τα | πρέμνα |
κλητική | πρέμνο | πρέμνα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρέμνο < αρχαία ελληνική πρέμνον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρέμνο ουδέτερο
- (βοτανική) αυτό που απομένει στη γη μετά το κόψιμο ενός δέντρου, είτε το τμήμα του κορμού που μένει στο έδαφος είτε, συνήθως, ολόκληρο το υπόλοιπο (μαζί με τις ρίζες)
- (ταξινομία) γένος φυτών της οικογένειας των Βερβεριδών (Berberis)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Ταξινομία (νέα ελληνικά)