πρέπον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός |
---|---|---|
Ονομαστική | πρέπον | πρέποντα |
Γενική | πρέποντος | πρεπόντων |
Αιτιατική | πρέπον | πρέποντα |
Κλητική | πρέπον | πρέποντα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρέπον < από το ουδέτερο της μετοχής πρέπων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρέπον ουδέτερο
- το σωστό
- Ξέρω ότι δεν μιλάς με την πρώην σου, αλλά παντρεύεται η κόρη σας και είναι πρέπον να συμμετάσχεις ως πατέρας σε όλα
- Πρέπει να κάνεις το πρέπον όσο δυσάρεστο κι αν σου είναι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρέπον