πρέπον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική πρέπον πρέποντα
Γενική πρέποντος πρεπόντων
Αιτιατική πρέπον πρέποντα
Κλητική πρέπον πρέποντα


Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρέπον < από το ουδέτερο της μετοχής πρέπων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρέπον ουδέτερο

  1. το σωστό
    Ξέρω ότι δεν μιλάς με την πρώην σου, αλλά παντρεύεται η κόρη σας και είναι πρέπον να συμμετάσχεις ως πατέρας σε όλα
    Πρέπει να κάνεις το πρέπον όσο δυσάρεστο κι αν σου είναι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]