πρέπων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρέπων
πρέποντας
η πρέπουσα το πρέπον
      γενική του πρέποντος
πρέποντα
της πρέπουσας
πρεπούσης*
του πρέποντος
    αιτιατική τον πρέποντα την πρέπουσα το πρέπον
     κλητική πρέπων
πρέποντα
πρέπουσα πρέπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρέποντες οι πρέπουσες τα πρέποντα
      γενική των πρεπόντων των πρεπουσών των πρεπόντων
    αιτιατική τους πρέποντες τις πρέπουσες τα πρέποντα
     κλητική πρέποντες πρέπουσες πρέποντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρέπων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρέπων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πρέπω

Μετοχή[επεξεργασία]

πρέπων, -ουσα, -ον

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα