πρέσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρέσα οι πρέσες
      γενική της πρέσας των (πρεσών)
    αιτιατική την πρέσα τις πρέσες
     κλητική πρέσα πρέσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρέσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pressa < γαλλική presse < presser < λατινική presso, θαμιστικό τού premo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (χτυπώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρέσα θηλυκό

  • ειδικό μηχάνημα που ασκεί πίεση
    Η τεχνολογία είναι επεκτάσιμη, με μόνους περιορισμούς το μέγεθος και το σχήμα της πρέσας. Μέσω της χρήσης πρεσών ειδικών σχημάτων, μπορεί να παραχθεί σε διάφορες μορφές- όπως, για παράδειγμα, ως φτερά για ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος. (*)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]