πρέφα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρέφα οι πρέφες
      γενική της πρέφας των (πρεφών)
    αιτιατική την πρέφα τις πρέφες
     κλητική πρέφα πρέφες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρέφα < (άμεσο δάνειο) ρωσική преферанс < γαλλική préférence

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρέφα θηλυκό

  1. χαρτοπαίγνιο
  2. τράπουλα με 32 φύλλα που χρησιμοποιείται για την πρέφα (1) και άλλα παρεμφερή με αυτήν παιχνίδια.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]