πρέφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρέφα | οι | πρέφες |
γενική | της | πρέφας | των | (πρεφών) |
αιτιατική | την | πρέφα | τις | πρέφες |
κλητική | πρέφα | πρέφες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πρέφα < (άμεσο δάνειο) ρωσική преферанс < γαλλική préférence
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρέφα θηλυκό
- χαρτοπαίγνιο
- τράπουλα με 32 φύλλα που χρησιμοποιείται για την πρέφα (1) και άλλα παρεμφερή με αυτήν παιχνίδια.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- παίρνω πρέφα: αντιλαμβάνομαι
- δεν πήρε πρέφα ότι τον κλέψανε
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πρέφα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παιχνίδι
|
τράπουλα 32 φύλλων
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χαρτοπαίγνια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)