πρίζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πρίζα | πρίζες |
γενική | πρίζας | (πριζών) |
αιτιατική | πρίζα | πρίζες |
κλητική | πρίζα | πρίζες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρίζα < γαλλική prise
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρίζα θηλυκό
- (γενικότερα) τερματικό ηλεκτρικό εξάρτημα σε σύστημα καλωδιώσεως
- πρίζα τηλεφώνου, πρίζα δικτύου
- ο ρευματοδότης, το ντουί, θηλυκός υποδοχέας τροφοδοσίας ρεύματος
- (καταχρηστικά) ο ρευματολήπτης, το φις
[επεξεργασία]
- πριζούλα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είμαι στην πρίζα / βάζω κάποιον στην πρίζα