πρίμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πρύμα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρίμα < πληθυντικός του πρίμο [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρίμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ακουστική) υψηλές συχνότητες
     αντώνυμα: μπάσα
  2. (παρωχημένο, ιδιωματικό, μουσική) η πριμαντόνα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πρίμα (τροπικό)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]