πραγματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πραγματισμός < πράγμα + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réalisme)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πραγματισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία αληθές είναι μόνο ό,τι πρακτικά ωφελεί στη ζωή. Σύμφωνα με τον πραγματισμό η πράξη έχει προτεραιότητα έναντι της θεωρίας καθώς και η εμπειρία έναντι των αμετάβλητων αρχών. Οι ιδέες, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του πραγματισμού, δανείζονται τα νοήματά τους από τις συνέπειές τους και την αλήθειά τους που προκύπτει από την επαλήθευσή τους
- Εδώ καί λίγα χρόνια ξεφύτρωσε μιά καινούρια φιλοσοφική σκολή γνωστή μέ τό όνομα Πραγματισμός. (Πέτρος Βλαστός, Πραγματισμός)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πραγματιστής
- πραγματιστικά
- πραγματιστικός
- πραγματίστρια
- → δείτε τη λέξη πράγμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πραγματισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)