πραγματιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πραγματιστής οι πραγματιστές
      γενική του πραγματιστή των πραγματιστών
    αιτιατική τον πραγματιστή τους πραγματιστές
     κλητική πραγματιστή πραγματιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραγματιστής < πράγμα + -ιστής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réaliste)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πραγματιστής αρσενικό (θηλυκό: πραγματίστρια)

  1. που σκέφτεται και ενεργεί βάσει της πραγματικότητας κι όχι του συναισθήματος ή της θεωρίας
     συνώνυμα: ρεαλιστής
  2. (φιλοσοφία) οπαδός του πραγματισμού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]