πραγματιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πραγματιστής < πράγμα + -ιστής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réaliste)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πραγματιστής αρσενικό (θηλυκό: πραγματίστρια)
- που σκέφτεται και ενεργεί βάσει της πραγματικότητας κι όχι του συναισθήματος ή της θεωρίας
- (φιλοσοφία) οπαδός του πραγματισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις πραγματισμός και πράγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πραγματιστής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)