πραγματιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πραγματιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πραγματιστικό
Επίρρημα
[επεξεργασία]και πραγματιστικώς
- λογικά, πρακτικά και ψύχραιμα