πραγματοκρατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πραγματοκρατικός η πραγματοκρατική το πραγματοκρατικό
      γενική του πραγματοκρατικού της πραγματοκρατικής του πραγματοκρατικού
    αιτιατική τον πραγματοκρατικό την πραγματοκρατική το πραγματοκρατικό
     κλητική πραγματοκρατικέ πραγματοκρατική πραγματοκρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πραγματοκρατικοί οι πραγματοκρατικές τα πραγματοκρατικά
      γενική των πραγματοκρατικών των πραγματοκρατικών των πραγματοκρατικών
    αιτιατική τους πραγματοκρατικούς τις πραγματοκρατικές τα πραγματοκρατικά
     κλητική πραγματοκρατικοί πραγματοκρατικές πραγματοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραγματοκρατικός < πραγματοκρατία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réaliste)

Επίθετο[επεξεργασία]

πραγματοκρατικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • πραγματοκρατικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)