πραλίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πραλίνα οι πραλίνες
      γενική της πραλίνας των (πραλινών)
    αιτιατική την πραλίνα τις πραλίνες
     κλητική πραλίνα πραλίνες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραλίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική praline + < από το όνομα γάλλου στρατηγού Plessis-Braslin του οποίου ο μάγειρας δημιούργησε την πραλίνα [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πραλίνα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]