πραματάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πραματάκι | τα | πραματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πραματάκι | τα | πραματάκια |
κλητική | πραματάκι | πραματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πραματάκι < υποκοριστικό του πράμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πραματάκι ουδέτερο και πραγματάκι
- μικρό πράμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πραματάκι
|